νεάγγελτος

νεάγγελτος
νεάγγελτος, ον,
A newly or lately told,

φάτις A.Ch.736

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεάγγελτος — νεάγγελτος, ον (Α) αυτός που αναγγέλθηκε ή ανακοινώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀγγέλλω] …   Dictionary of Greek

  • νεάγγελτον — νεάγγελτος newly masc/fem acc sg νεάγγελτος newly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”